μαγνητίτης

μαγνητίτης
Ορυκτό του σιδήρου με χημικό τύπο Fe3O4. Ανήκει στην ομάδα των σπινελίων και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, με μορφή συνήθως οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική. Έχει αστραφτερό μαύρο χρώμα, έλκεται από τον μαγνήτη και παρουσιάζει μαγνητισμό, συνήθως πολικό, όταν βρίσκεται υπό μορφή συσσωματωμάτων. Ο μ. έχει σκληρότητα 5,5-6,5 στην κλίμακα MOS και πυκνότητα 5,2 gr/cm3. Η προέλευσή του μπορεί να είναι δι’ απευθείας κρυστάλλωσης του μάγματος, από μεταμόρφωση εξ επαφής και από εξαλλοίωση άλλων ορυκτών του σιδήρου. Είναι πολύ διαδεδομένος σε κοιτάσματα, συχνά αυτοτελή, ή βρίσκεται μέσα σε άμμους υπό μορφή εκλύτων κοκκίων (μαγνητίτιδα άμμος). Είναι από τα σημαντικότερα ορυκτά εξαγωγής του σιδήρου μαζί με τον αιματίτη, τον λειμωνίτη και τον σιδηρίτη. Από τα πιο εκτεταμένα κοιτάσματά του, αξιοσημείωτα είναι της Σκανδιναβίας (ειδικότερα στη Σουηδία, στην Κιρούνα και στο Γκελιβάρε), της Ρωσίας, της Ρουμανίας και της Ιταλίας (Αόστα και Έλβα). Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά αξιόλογα μεταλλεία μ. στη Σέριφο, στην Κύθνο, στην Ερμιόνη, στη Νάξο, στη Στρατονίκη της Χαλκιδικής και θεωρείται βέβαιο ότι υπάρχουν ενδιαφέροντα αποθέματα μ., και σε άλλα μέρη, τα οποία δεν έχουν ερευνηθεί ακόμα. Δείγμα μαγνησίτη. O μαγνητίτης είναι ένα ορυκτό του σιδήρου, με έντονη μαγνητική έλξη.
* * *
ο
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου με πολύ ισχυρές μαγνητικές ιδιότητες που αποτελεί το κυριότερο μέλος τής ομώνυμης σειράς τής ομάδας τών σπινελλίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησίτης — Ορυκτό του μαγνησίου με χημικό τύπο MgCO3. Ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Ο μ. είναι σημαντική πηγή μαγνησίου και έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις και φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο μ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίτης — Βασικό πέτρωμα της ομάδας των περιδοτιτών, των οποίων όλα σχεδόν τα ορυκτά (ολιβίνης, πυρόξενοι, συχνά και οι αμφίβολοι) έχουν υποστεί σερπεντινίωση και μετασχηματίστηκαν σε σερπεντίνη. Άλλο χαρακτηριστικό ορυκτό των σ. είναι ο μαγνητίτης, που… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνήτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σιδηρομαγνήτες φυσ. τα σιδηρομαγνητικά υλικά 2. φρ. «φυσικοί σιδηρομαγνήτες» τα ηλεκτρικώς αφόρτιστα υλικά που απαντούν σε φυσική κατάσταση και έχουν την ικανότητα να έλκουν άλλα υλικά, όπως είναι λ.χ. ο μαγνητίτης …   Dictionary of Greek

  • φεμικός — (I) ή, ό, ΝΜ φρ. «φεμικά δικαστήρια» μεσαιωνικά δικαστήρια τής Βεστφαλίας, τών οποίων η δικαιοδοσία εκτεινόταν σε ολόκληρο το γερμανικό βασίλειο, αλλ. φέμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Femgerichte]. (II) ή, ό, Ν φρ. «φεμικά… …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • Κόσοβο — (αλβ. Kosova, σερβοκροατ. Kosovo Metohija). Αυτόνομη περιοχή (10.887 τ. χλμ., 2.291.000 κάτ. το 2000) της Σερβίας με πρωτεύουσα την Πρίστινα. Η περιοχή απαρτίζεται από δύο μεγάλα λεκανοπέδια, εκείνο του Κόσοβο Πόλγιε (Κοσσυφοπέδιο) και το γνωστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”